Ενδοπορική Θηλωμάτωση
Τα θηλώματα οφείλονται σε υπερπλασία των επιθηλιακών και των μυοεπιθηλιακών κυττάρων των πόρων. Στο 80% των περιπτώσεων τα θηλώματα αναπτύσσονται κεντρικά εντός κύριου γαλακτοφόρου πόρου όπισθεν της θηλής και στο 20% στο περιφερικό τμήμα του μαστού όπου αναδύονται εντός της τελικής πορολοβιακής μονάδας και είναι πολλαπλά.
Συνήθως, τα κεντρικά θηλώματα κλινικώς εκδηλώνονται με αυτόματη έκκριση από τη θηλή.
Στη μαστογραφία το θηλώματα λόγω των μικρών διαστάσεων τους δεν απεικονίζονται ενώ όταν είναι ορατά εμφανίζονται ως οζώδεις σκιάσεις με καλοήθη μορφολογικά χαρακτηριστικά. Με βάση τη βιβλιογραφία η διαγνωστική αξία της μαστογραφίας για τη διάγνωση των θηλωμάτων δεν ξεπερνά το 37.5%.
Στο υπερηχογράφημα το θήλωμα απεικονίζεται ως ισοηχωγενές ή υποηχογενές μόρφωμα, με παρουσία αιματικής ροής εντός κυστικού διατεταμμένου γαλακτοφόρου πόρου. Η περιφερική πολλαπλή θηλωμάτωση στο υπερηχογράφημα απεικονίζεται ως πολλαπλοί διατεραμμένοι γαλακτοφόροι πόροι . Το υπερηχογράφημα δίνει χρήσιμες πληροφορίες για το μέγεθος της βλάβης και προσφέρει τη δυνατότητα λήψης ιστού για ιστολογική εξέταση υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση.
Τονίζεται ότι η διαφορική διάγνωση των αλλοιώσεων αυτών από το ενδοπορικό καρκίνωμα (in situ) με το υπερηχογράφημα είναι αδύνατη.
Τέλος, οι θηλωματώδεις αλλοιώσεις εντάσσονται στις αλλοιώσεις υψηλής επικινδυνότητας. Αναλυτικότερα, τα μονήρη θηλώματα έχουν 1,5 με 2 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ενώ η περιφερική θηλωμάτωση εγκυμονεί 7,5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου μαστού.