Καρκίνος του Μαστού
Ο καρκίνος του μαστού είναι ο συχνότερος κακοήθης όγκος στις γυναίκες και εμφανίζεται περίπου σε 1 στις 8 Ελληνίδες. Υπολογίζεται ότι στην Ελλάδα κάθε χρόνο προσβάλλονται από καρκίνο του μαστού 4500 γυναίκες και χάνουν τη ζωή τους 1500. Η πιθανότητα προσβολής από καρκίνο του μαστού αυξάνεται όσο μεγαλώνει μια γυναίκα μέχρι την ηλικία των 75 ετών και μετά αρχίζει να μειώνεται. Παρ` ότι όμως είναι πιο σπάνιος στις νέες γυναίκες, είναι πιο επιθετικός από ότι στις ηλικιωμένες, αποτελώντας τη συχνότερη αιτία θανάτου στις ηλικίες 35-45 ετών. Μπορεί να εμφανισθεί και σε άνδρες, αλλά είναι πολύ σπάνιος (1% σε σχέση με τη συχνότητά του στις γυναίκες).
Στις μικρές ηλικίες, κάτω των 35 ετών, όπου λόγω πυκνότητας του μαστού η μαστογραφία έχει μειωμένη δυνατότητα να ανιχνεύσει ένα μικρό καρκίνο, η γυναίκα μπορεί να ελέγχει τους μαστούς της με κλινική εξέταση και υψηλής ευκρίνειας υπερηχογράφημα.
Σε νέες, αλλά «υψηλού κινδύνου» γυναίκες, ο έλεγχος του μαστού μπορεί να γίνει και με μαγνητική μαστογραφία εφόσον το κρίνει ο γιατρός τους. Οι νέες γυναίκες από την ηλικία των 20 ετών πρέπει να υποβάλλονται σε κλινική εξέταση μαστών (ψηλάφηση από χειρουργό μαστού) κάθε τρία χρόνια.
Εάν υπάρχει ψηλαφητό εύρημα πρέπει να γίνεται ένα υπερηχογράφημα μαστού. Τα συχνότερα ευρήματα είναι καλοήθη, όπως οι απλές κύστεις, τα ινοαδενώματα, τα θηλώματα και οι φυλλοειδείς όγκοι.
Οι κύστεις και τα ινοαδενώματα συνήθως δεν απαιτούν αφαίρεση.
Στα τρία στάδια της αντιμετώπισης του καρκίνου του μαστού που αφορούν στη διάγνωση, στην επέμβαση και στις θεραπείες, η γυναίκα που νοσεί είναι σχεδόν αναμενόμενο να αντιδράσει με θλίψη, με άγχος ή με θυμό και πολλές φορές – όσο σχήμα οξύμωρο κι αν φαίνεται- τα συναισθήματα αυτά μπορεί να είναι πιο έντονα μετά το τέλος των θεραπειών. Σε αυτή τη φάση η γυναίκα αισθάνεται ότι έχει «μείνει μόνη της», χωρίς την προστασία των γιατρών και των επίπονων κατά τα άλλα θεραπειών και καλείται να αναλογιστεί τι έχει συμβεί και τι πρέπει να κάνει από δω και στο εξής.
Τα 2/3 των ασθενών σταδιακά αποδέχονται την κατάσταση και προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες ζωής που προκύπτουν μετά την εμπειρία της ασθένειας. Ωστόσο, το 1/3 συνεχίζει να δυσκολεύεται στην προσαρμογή και να εμφανίζει ψυχολογικές δυσκολίες για μεγάλο χρονικό διάστημα ώστε να είναι απαραίτητη η αναζήτηση βοήθειας από ειδικό ψυχικής υγείας.