Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών (ΣΠΩ) είναι μία από τις πιο συνηθισμένες ενδοκρινικές διαταραχές στη γυναίκα. Το Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών είναι μια πολύπλοκη, ετερογενής διαταραχή με ασαφή αίτια, αλλά υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις ότι σε μεγάλο βαθμό έχει γενετικό υπόβαθρο.
Η διάγνωση Συνδρόμου Πολυκυστικών Ωοθηκών βασίζεται στα λεγόμενα «κριτήρια του Rotterdam». Η γυναίκα με ΣΠΩ πρέπει να πληροί δύο από τα τρία κριτήρια:
- Ολιγομηνόρροια και/ή αμηνόρροια
- Αυξημένα ανδρογόνα
- Πολυκυστική μορφολογία των ωοθηκών στον υπέρηχο
Περίπου μία στις πέντε γυναίκες (20%) έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, ωστόσο δεν έχουν όλες το ΣΠΩ. Πολλές γυναίκες δεν γνωρίζουν ότι έχουν πολυκυστικές ωοθήκες, ενώ οι κύστεις αυτές δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν με χειρουργική επέμβαση.
Τα ακριβή αίτια δεν είναι σαφή. Τείνει να εμφανίζεται στις ίδιες οικογένειες, άρα πιθανόν να συνδέεται με γονιδιακά αίτια, τα οποία συνδυάζονται με την επίδραση των περιβαλλοντικών παραγόντων (παχυσαρκία και τρόπος ζωής).
Κύριοι μηχανισμοί είναι η διαταραχή της λειτουργίας των ωοθηκών (χρόνια ανωοθηλακιορρηξία, μειωμένη αναπαραγωγική ικανότητα), καθώς και η αντίσταση στην ινσουλίνη και η υπερινσουλιναιμία, η οποία συμβάλλει στη δημιουργία υπερανδρογοναιμίας και παχυσαρκίας. Η υπερανδρογοναιμία (πολύ υψηλά επίπεδα ανδρογόνων) προκαλεί δασυτριχισμό, ακμή και λιπαρό δέρμα.
Η διάγνωση των πολυκυστικών ωοθηκών γίνεται από τον αρμόδιο γιατρό που είναι ο γυναικολόγος ή ο ενδοκρινολόγος. Αρχικώς, θα καταγράψει το λεπτομερές ιατρικό ιστορικό σου και στη συνέχεια, ακολουθεί η κλινική εξέταση για να καταγραφούν τα σημεία υπερανδρογοναιμίας. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις καταγράψει ακριβώς τη συχνότητα της περιόδου σου, καθώς και τυχόν ανωμαλίες που διαπιστώνεις στον κύκλο σου.
Απαιτείται ορμονολογικός έλεγχος με αιματολογικές εξετάσεις και υπέρηχος έσω γεννητικών οργάνων για να εξεταστεί ο όγκος των ωοθηκών και η υφή τους.
Οι υπάρχουσες θεραπευτικές δυνατότητες αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα του συνδρόμου, καθώς δεν υπάρχει αιτιολογική θεραπεία, εφόσον τα αίτια παραμένουν άγνωστα. Η διαιτητική αγωγή και η άσκηση με στόχο την απώλεια βάρους σώματος αποτελούν πρωταρχικά μέτρα στην αντιμετώπιση των υπέρβαρων και παχύσαρκων ασθενών. Η απώλεια βάρους έχει δειχθεί ότι βελτιώνει τόσο τις εκδηλώσεις του συνδρόμου όσο και τις μεταβολικές διαταραχές και πρέπει να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση, είτε η ασθενής απευθύνεται στον γιατρό για την υπογονιμότητα είτε για τις υπόλοιπες εκδηλώσεις.
Η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να σχεδιάζεται ανάλογα με το αν η ασθενής επιθυμεί τεκνοποίηση ή όχι. Στην περίπτωση που η ασθενής δεν επιθυμεί τεκνοποίηση, τα κυρίαρχα συμπτώματα σε συνδυασμό με το ιστορικό της καθοδηγούν τον γιατρό στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, στο πλαίσιο της εξατομικευμένης προσέγγισης. Επιπλέον, επιβάλλεται η τακτική παρακολούθηση, δεδομένου ότι πρόκειται για χρόνια πάθηση.